-
1 δῆμος
δῆμος: land, then community, people; Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ, Il. 16.437; Φαιήκων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε, Od. 6.3; fig. δῆμον ὀνείρων, Od. 24.12; βασιλῆά τε πάντα τε δῆμον, Od. 8.157; δήμου ἄνδρα, Il. 2.198 (opp. βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα, v. 188); δῆμον ἐόντα (= δήμου ἄνδρα), Il. 12.213.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δῆμος
-
2 ἀνήρ
ἀνήρ, ὁ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, voc. ἄνερ: pl. ἄνδρες, -δρῶν, -δράσι [pron. full] [ᾰ], -dras: [dialect] Aeol. dat. pl.Aἄνδρεσι Alc.Supp.14.8
: late nom. sg.ἄνδρας Cat.Cod.Astr.7.109.7
: in [dialect] Att. the Art. often forms a crasis with the Noun, ἁνήρ for ὁ ἀνήρ, τἀνδρός, τἀνδρί for τοῦ ἀνδρός, etc., ἅνδρες for οἱ ἄνδρες; the [dialect] Ion. crasis is ὡνήρ, ὧνδρες, Hdt.4.161, 134: [dialect] Ep. also ἀνέρα, ἀνέρος, ἀνέρι, dual ἀνέρε, pl. ἀνέρες, ἀνέρας, ἄνδρεσσι. [[dialect] Ep. Poets mostly use [pron. full] ᾱ in arsi, [pron. full] ᾰ in thesi; but in trisyll. forms with stem ἀνέρ- always ᾱ; so also Trag. in lyr., S.Tr. 1011, OT 869. But in Trag. senarians [pron. full] ᾰ always.] (ἀ- in nom. by analogy; cf. Skt. nar- from I.-E. ner-, nṛ- from nṛ-, Gk. ἀνδρ- from ṇr-):—man, opp. woman ( ἄνθρωπος being man as opp. to beast), Il.17.435, Od.21.323; τῶν ἀνδρῶν ἄπαις without male children, Pl.Lg. 877e; in Hom. mostly of princes, leaders, etc., but also of free men; ἀ δήμου one of the people, Il.2.198, cf. Od.17.352; with a qualifying word to indicate rank,ἀ. βουληφόρος Il.2.61
;ἀ. βασιλεύς Od.24.253
;ἡγήτορες ἄ. Il.11.687
.II man, opp. god, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε ib.1.544, al.; Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν ib. 334, cf. 403, Hdt.5.63, etc.: most common in pl., yet sts. in sg., e.g. Il.18.432:—freq. with a Noun added, βροτοί, θνητοὶ ἄ., Od.5.197,10.306;ἄ. ἡμίθεοι Il.12.23
; ἄ. ἥρωες ib.5.746:—also of men, opp. monsters, Od.21.303:—of men in societies and cities,οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις Pi.O. 6.10
; and so prob.,ἄλλοτε μέν τ' ἐπὶ Κύνθου ἐβήσαο.., ἄλλοτε δ' ἂν νήσους τε καὶ ἀνέρας.. h.Ap. 142
.III man, opp. youth, unless the context determines the meaning, as in ; but ἀ. alone always means a man in the prime of life, esp. warrior,ἀ. ἕλεν ἄνδρα Il.15.328
; soἀ. ἀντ' ἀνδρὸς ἐλύθησαν Th.2.103
; the several ages are given asπαῖς, μειράκιον, ἀ., πρεσβύτης X.Smp.4.17
; εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι, συντελεῖν, D.19.230, Isoc.12.212;εἰς ἄνδρας ἀναβῆναι BMus.Inscr.898
; in Inscrr. relating to contests, opp. παῖδες, IG22.1138.10, etc.IV man emphatically, man indeed,ἀνέρες ἄστε, φίλοι Il.5.529
; freq. in Hdt.,πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες 7.210
;πρόσθεν οὐκ ἀ. ὅδ' ἦν; S.Aj.77
;ἄνδρα γίγνεσθαί σε χρή E.El. 693
;ἀ. γεγένησαι δι' ἐμέ Ar.Eq. 1255
;ὃ μαθὼν ἀ. ἔσει Id.Nu. 823
;ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν Id.Ach.77
;εἰ ἄνδρες εἶεν οἱ στρατηγοί Th.4.27
;οὐκέτι ἀ. ἀλλὰ σκευοφόρος X.Cyr.4.2.25
;τὸν Αυκομήδην.. μόνον ἄνδρα ἡγοῦντο Id.HG7.1.24
; οὐκ ἐν ἀνδράσι not like a man, E.Alc. 723, cf. 732; ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν 'tis the part of a man.., Men.771, etc.V husband, Il.19.291, Od.24.196, Hdt.1.146, etc.;εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης Pl. Criti. 113d
; soἐξοικιεῖν εἰς ἀνδρὸς [οἶκον] θυγατέρα Luc.Lex.11
:—also of a paramour, opp. πόσις, S.Tr. 551, cf. E.Hipp. 491, Theoc.15.131;ἀ. ἁπασῶν τῶν γυναικῶν ἐστι νῦν Pherecr.155
;αἰγῶν ἄνερ Theoc.8.49
.VI Special usages:1 joined with titles, professions, etc.,ἰητρὸς ἀ. Il.11.514
; ἀ. μάντις, ἀ. στρατηγός, Hdt.6.83,92 (dub.);ἀ. νομεύς S.OT 1118
; ἄνδρες λοχῖται, λῃσταί, ἀσπιστῆρες, ib. 751, 842, Aj. 565; esp. in disparagement,κλῶπες ἄ. E.Rh. 645
;ἀ. δημότης S. Ant. 690
; with names of nations, asΦοίνικες ἄ. Hdt.4.42
;ἀ. Θρῇξ E. Hec.19
,al.; esp. in addresses,ἄ. ἔφοροι Hdt.9.9
;ἄ. πολῖται S.OT 513
;ἄ. δικασταί D.21.1
, etc.; ὦ ἄνδρες gentlemen of the jury, Antipho 1.1, Lys.1.1, etc.;ὦ ἄ. Ἀθηναῖοι Id.6.8
, etc.: hence in Comedy,ἄ. ἰχθύες Archipp.29
;ἄ. θεοί Luc.JTr.15
;ὦ ἄ. κύνες Ath.4.160b
.2 ὁ ἀνήρ, by crasis [dialect] Att. ἁνήρ, [dialect] Ion. ὡνήρ, is freq. used emphatically forαὐτός, ἐκεῖνος Ar.V. 269
, prob. in Pl.Sph. 216b, etc.: sts. so in oblique cases without the Art., S.Tr.55, 109, 293, etc.; but not in Prose.5 a man, any man,εἶτ' ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι; Ar.Nu. 1214
;οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί Pl.Phd. 114d
, etc.; οὐ παντὸς ἀνδρὸς.. ἐσθ' ὁ πλοῦς 'tis not every one that can go, Nicol.Com. 1.26.7 viritim,Isoc.
12.180, POxy. 1047 iii 11, BGU145.5, etc.; so τοὺς κατ' ἄνδρα individuals, opp. κοινῇ τὴν πόλιν, D.Chr.32.6.8 In LXX, ἀνήρ = ἕκαστος, δότε μοι ἀνὴρ ἐνώτιον Jd.8.24; ἀ. τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται 'each to his fellow', of leviathan's scales, Jb.41.8; alsoἀ. εἷς 4 Ki.6.2
; with negs., ἀ. μὴ ἐπισκεπήτω ib.10.19; any one, Le.15.2
.9 ἄνδρας γράφειν· τὸ ἐν διδασκάλου τὰ παιδία ὀνόματα γράφειν, Hsch. -
3 αὖ
αὖ, Adv. of repeated action,A again, anew, afresh, once more, Il.1.540, etc.: freq. after numerals, δεύτερον αὖ, τρίτον αὖ, etc., Hom.;τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω A.Th. 526
, cf. Ch. 1066 (lyr.); in a question, expressing impatience, τίς δὴ αὖ τοι .. ; Il.1.540.II generally, again, i.e. further, moreover, ib.2.493, etc.;καὶ ἔτι γε αὖ Pl.Tht. 192b
.2 on the other hand, following δέ, τούτῳ μὲν.. τούτῳ δ' αὖ .. Il.4.417; also, in turn, οἳ δ' ἄρα.. Ἠλίδα δῖαν ἔναιον.. τῶν αὖ τέσσαρες ἀρχοὶ ἔσαν ib.2.618; : hence = δέ, even when μέν precedes, Il.11.109, Od.4.211; freq. joined withδέ, ὃν δ' αὖ δήμου τ' ἄνδρα ἴδοι Il.2.198
; , cf. Eu. 954 (lyr.);ὁ μὲν ἥμαρτε ὁ δ' αὖ.. κατειργάσατο X.Cyr.4.6.4
;οὐκ.. οὐδ' αὖ S.OT 1373
, El. 911, cf. Pl.Tht. 160b: with τε, X.Cyr.1.1.1, Pl.Prt. 326a, etc.V of Place, backward, only in the incorrect orthography αὖ ἔρυσαν, cf. αὐερύω.—Not placed first in a sentence. [[pron. full] ᾰυ before a vowel, Pl.Com.153.3, Archestr. ap. Ath.6.300e (both hex.).] (Cf. αὐτάρ, αὖτε, αὖτις, Lat. aut.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
πολύδωρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ο μικρότερος γιος του Πρίαμου και της Λαοθόης, που κατά τον Όμηρο σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα. Ο Ευρυπίδης στην Εκάβη τον αναφέρει ως γιο του Πρίαμου και της Εκάβης που σκοτώθηκε από τον Πολυμήστορα,… … Dictionary of Greek
Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… … Dictionary of Greek
προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… … Dictionary of Greek
Κοντού, Μάρω — (Αθήνα 1934 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στην σχολή χορού Κούλας Πράτσικα και πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1954, στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου Χαρούμενο Ξεκίνημα. Έκτοτε συμμετείχε σε δεκάδες ταινίες, αρκετές από αυτές στο πλευρό του… … Dictionary of Greek